λιπεσάνωρ

λιποϐλέφαρος

λιποϐοτανέω
λιπο·ϐλέφαρος, ος, ον [ῐᾰ] privé de paupières ou d’yeux, aveugle, Nonn. Jo. 9, 1.
Étym. λ. βλέφαρον.