λιποϐλέφαρος

λιποϐοτανέω

λιπόγαμος
*λιπο·ϐοτανέω, mieux que λειπο·ϐοτανέω-ῶ [] manquer de plantes, d’herbage, Plut. M. 182e.
Étym. λ. βοτάνη.