λιποθυμιώδης

λιποκτέανος

λιπόκωπος
λιπο·κτέανος, ος, ον [ῐᾰ] qui est sans biens, pauvre, indigent, P. Sil. Ecphr. ag. Soph. 993.
Étym. λείπω, κτέανον.