λιπόκωπος

λιπομαρτυρίου

λιπόμαστος
λιπο·μαρτυρίου, mieux que λειπο·μαρτυρίου δίκη () action en justice pour refus de témoignage, Dém. 1190, 5.
Étym. λ. μαρτυρία.