λιπόναυς

λιποναύτης

λιπόνεως
λιπο·ναύτης, dor. λιπο·ναύτας, α [ῐᾱ] adj. m. qui abandonne des matelots ou un navire, Thcr. Idyl. 13, 73.
Étym. λ. ναύτης.