λιποναύτης

λιπόνεως

Λιπόξαϊς
λιπό·νεως, mieux que λειπό·νεως, ω () matelot déserteur, Dém. 1226, 15 ; Luc. Cat. 3, Char. 1.
Étym. λ. ναῦς.