λιπόπατρις

λιποπάτωρ

λιπόπνοος-ους
λιπο·πάτωρ, mieux que λειπο·πάτωρ, ορος (ὁ, ἡ) [ῐᾰ] adj. qui abandonne son père, Eur. Or. 1305.
Étym. λ. πατήρ.