λιποφεγγής

λιπόφθογγος

λιποψυχέω-ῶ
λιπό·φθογγος, mieux que λειπό·φθογγος, ος, ον [] privé de voix, muet, Nonn. D. 26, 288.
Étym. λ. φθέγγω.