λιπόφθογγος

λιποψυχέω-ῶ

λιποψυχία
λιπο·ψυχέω-ῶ, mieux que λειπο·ψυχέω-ῶ [ῐῡ]
1 perdre ses sens, s’évanouir, DS. 12, 62 ; Plut. M. 347b, etc. ||
2 perdre courage, Hdt. 7, 229.
Étym. λείπω, ψυχή.