λιποψυχέω-ῶ

λιποψυχία

λιπόω-ῶ
λιπο·ψυχία, mieux que λειπο·ψυχία, ας () [ῐῡ] évanouissement, Plut. M. 695a ; Arr. An. 6, 10, 2 ||
E Ion. λιποψυχίη, Hdt. 1, 86.
Étym. λ. ψυχή.