λιπόθροος

λιποθυμέω-ῶ

λιποθυμία
λιπο·θυμέω-ῶ, mieux que λειπο·θυμέω [ῐῡ] manquer de courage, Hpc. 652, 55 ; Diosc. 3, 36 ; Jos. Macc. 6, etc.
Étym. λ. θυμός.