λιποθυμέω-ῶ

λιποθυμία

λιποθυμικός
λιπο·θυμία, mieux que λειπο·θυμία, ας () [ῐῡ]
1 manque de courage, Phil. 1, 628 ; Diosc. 2, 163, etc. ; Plut. M. 695a ||
2 évanouissement, Plut. Alex. 19 ; Hpc. 425, 42.
Étym. λ. θυμός.