Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λιτόϐιος
λιτοδίαιτος
λίτομαι
λιτο·δίαιτος,
ος, ον
[
λῑ
]
c. le préc.
DH.
2, 49
.
Étym.
λ. δίαιτα
.