λοιδορητικός

λοιδορία

λοίδορος
λοιδορία, ας () reproche blessant, injure, Thc. 2, 84 ; Xén. Hier. 1, 14 ; Ar. Nub. 934, etc. ; Dém. 151, 20 ; 229, 9, etc. ; au pl. Lys. 162, 15.
Étym. λοίδορος.