λοιδορέω-ῶ

λοιδόρημα

λοιδορημάτιον
λοιδόρημα, ατος (τὸ) reproche blessant, injure, Arstt. Nic. 4, 8, 9 ; λ. ποιεῖσθαί τινα, Plut. M. 607a, outrager qqn.
Étym. λοιδορέω.