λόξωσις

λοπαδάγχης

λοπαδαρπαγίδης
λοπαδ·άγχης, ου () [] propr. qui étreint les plats, goinfre, Eub. (Ath. 113f, conj. p. λοπαδάγχνης).
Étym. λοπάς, ἄγχω.