λοπαδάγχης

λοπαδαρπαγίδης

Λοπαδέκθαμϐος
λοπαδ·αρπαγίδης, ου () [ᾰδᾰγῐ] qui pille les plats, goinfre, Hégésandre (Ath. 162a).
Étym. λ. ἁρπάζω.