λόφος

λόφουρος

λοφώδης
λόφ·ουρος, ος, ον, dont la queue a de longs poils : τὰ λόφουρα, Arstt. H.A. 1, 6, etc. ; Th. H.P. 3, 10, 2, bêtes de somme.
Étym. λόφος, οὐρά.