Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λοξόϐαμος
λοξοϐάτης
λοξοκέλευθος
λοξο·ϐάτης,
ου
[
ᾰ
]
adj. m.
qui marche obliquement,
Batr.
297
.
Étym.
λοξός, βαίνω
.