Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λοξοϐάτης
λοξοκέλευθος
λοξοπορέω-ῶ
λοξο·κέλευθος,
ος, ον,
au chemin oblique,
Nonn.
D.
5, 233
.
Étym.
λ. κέλευθος
.