Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λοξός
λοξοτενής
λοξότης
λοξο·τενής,
ής, ές,
qui se dirige obliquement,
P. Sil.
Ecphr. ag. Soph.
632
.
Étym.
λ. τείνω
.