Λυκιτᾶς

λυκόϐρωτος

λυκοδίωκτος
λυκό·ϐρωτος, ος, ον [] dévoré par des loups, Arstt. H.A. 8, 11 ; Plut. M. 642b.
Étym. λύκος, βιϐρώσκω.