λυρόκτιτος

λυροκτυπία

λυρόκτυπος
*λυροκτυπία, ion. λυροκτυπίη, ης () [ῠῠ] action de faire résonner la lyre, Anth. 6, 54 ; A. Pl. 277, 4.
Étym. λυροκτύπος.