λυροκτυπία

λυρόκτυπος

λυροποιϊκή
λυρό·κτυπος, ος, ον [ῠῠ]
1 qui fait résonner la lyre, Nonn. Jo. 7, 42 ||
2 qui résonne comme la lyre, Lyc. 918.
Étym. λύρα, κτυπέω.