Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μαχαιρομαχέω-ῶ
μαχαιροποιεῖον
μαχαιροποιός
μαχαιροποιεῖον,
ου
(
τὸ
)
[
ᾰ
] fabrique de coutelas, de sabres,
Dém.
823, 11
.
Étym.
μαχαιροποιός
.