μαχαιροποιεῖον

μαχαιροποιός

μαχαιροπώλιον
μαχαιρο·ποιός, οῦ () [] fabricant de coutelas, de sabres, Ar. Av. 441 ; Dém. 816, 5 ; Plut. M. 598d, etc.
Étym. μάχαιρα, ποιέω.