μαγειρεύω

μαγειρικός

μαγειρικῶς
μαγειρικός, ή, όν []
1 de cuisine ou de cuisinier, Ar. Eq. 216 ; Plat. Min. 316e, etc. ; Ath. 169b, etc. ; ἡ μαγειρικὴ τέχνη, Plat. Rsp. 332, d’où ἡ μ. (s. e. τέχνη) Plat. Pol. 289a, l’art de la cuisine ||
2 habile à faire la cuisine, Plat. Theæt. 178d.
Étym. μάγειρος.