μαγειρευτικός

μαγειρεύω

μαγειρικός
μαγειρεύω (impf. ἐμαγείρευον, ao. ἐμαγείρευσα) []
1 intr. être cuisinier, Th. Char. 7, 2 ; Plut. M. 284f, etc. ||
2 tr. faire cuire, apprêter, en parl. d’un cuisinier, Ath. 173d.
Étym. μάγειρος.