μάλαγμα

μαλαγματώδης

μαλακαίπους
μαλαγματώδης, ης, ες [ᾰλᾰτ] semblable à un cataplasme, à un émollient, Gal. 2, 105 ; A. Tr. 11, p. 632.
Étym. μάλαγμα, -ωδης.