μαλαγματώδης

μαλακαίπους

μαλακαυγητός
μαλακαί·πους, ους, ουν, gén. -ποδος [ᾰᾰ] aux pieds délicats, Thcr. Idyl. 15, 103 (μαλακαὶ πόδας Fritszche).
Étym. μαλακός, πούς.