μαλακότης

μαλακόφλοιος

μαλακόφρων
μαλακό·φλοιος, ος, ον [ᾰᾰ] à écorce molle, Th. C.P. 1, 6, 4 ; Philox. fr. 3, 21 Bgk.
Étym. μ. φλοιός.