Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μαλθακτικός
μαλθακώδης
μαλθακῶς
μαλθακώδης,
ης, ες
[
ᾰκ
] semblable à de la cire molle,
Hpc.
Fract.
880
vulg. ;
conj.
μαλθώδης
.
Étym.
μαλθακός, -ωδης
.