μαντεῖος

μάντευμα

μαντεύομαι
μάντευμα, ατος (τὸ) réponse d’un oracle, Hés. fr. 39, 8 Gaisford ; Pd. P. 4, 73, etc. ; Soph. O.R. 992, etc. ; Plat. Ep. 311d ; Paus. 3, 8, 5.
Étym. μαντεύομαι.