μαντευτική

μαντευτός

μαντεύω
μαντευτός, ή, όν :
1 annoncé par l’oracle, prédit, Eur. Ion 1209 ||
2 ordonné par l’oracle, Xén. An. 5, 9, 22.
Étym. vb. de μαντεύομαι.