μαργαρίτης

μαργαρῖτις λίθος

μαργαριτοφόρος
μαργαρῖτις λίθος () [ᾰῑτ] Androsth. (Ath. 93b), ou simpl. μαργαρῖτις, ίτιδος () Isid. Char. (Ath. 93e) perle.
Étym. cf. le préc.