μαρμαρυγή

μαρμαρυγώδης

μαρμαρύσσω
μαρμαρυγώδης, ης, ες [ᾰρῠ] brillant, étincelant, Hpc. 111a, Acut. 390.
Étym. μαρμαρυγή, -ωδης.