μαστιγονομέομαι-οῦμαι

μαστιγονόμος

μαστιγοφορέω-ῶ
μαστιγο·νόμος, ου () [] inspecteur de police armé d’un fouet, Plut. M. 553a,.
Étym. μάστιξ, νέμω.