Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ματαιολογέω-ῶ
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιολογία,
ας
(
ἡ
)
[
μᾰ
] vain
ou
sot langage,
Plut.
M.
6
f
;
Porph.
Abst.
4, 16
.
Étym.
ματαιολόγος
.