Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ματαιουργός
ματαιοφιλοτιμέομαι-οῦμαι
ματαιοφροσύνη
ματαιο·φιλοτιμέομαι-οῦμαι
[
ᾰῐῑ
] être vain et présomptueux,
Chrys.
6, 525
.
Étym.
μ. φιλοτιμέομαι
.