ματαιοφιλοτιμέομαι-οῦμαι

ματαιοφροσύνη

ματαιόφρων
ματαιοφροσύνη, ης () [ᾰῠ] vanité, sottise, frivolité, Sib. 8, 80 au pl.
Étym. ματαιόφρων.