ματαιοφροσύνη

ματαιόφρων

ματαιόω-ῶ
ματαιό·φρων, ων, ον, gén. ονος [] sot, frivole, Clém. 18 ; Spt. 3 Macc. 6, 11.
Étym. μάταιος, φρήν.