Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ματαιοσύνη
ματαιοτεχνία
ματαιότης
ματαιο·τεχνία,
ας
(
ἡ
)
[
μᾰ
] art frivole,
Clém.
163 ;
Quint.
2, 20, 3
.
Étym.
μάταιος, τέχνη
.