Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ματαιοτεχνία
ματαιότης
ματαιουργός
ματαιότης,
ητος
(
ἡ
)
[
ᾰ
] vanité, chose vaine
ou
frivole,
Spt.
Ps.
4, 3 ;
Eccl.
1, 2 ;
NT.
Rom.
8, 20
.
Étym.
μάταιος
.