Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μαθητός
μαθήτρια
μαθητρίς
μαθήτρια,
ας
(
ἡ
)
[
μᾰ
]
fém. de
μαθητής,
DS.
2, 52 ;
DL.
4, 2
.