μεγαλόφωνος

μεγαλοχάσμων

μεγαλοψυχέω-ῶ
μεγαλο·χάσμων, ων, ον, gén. ονος [] qui ouvre une large bouche, Epich. (Ath. 315f).
Étym. μ. χάσμα.