μεγαλόμασθος

μεγαλομέρεια

μεγαλομερής
μεγαλομέρεια, ας () [γᾰ] ensemble formé de parties grandes, d’où grandeur, ampleur, Arstt. Metaph. 1, 8, 4 ; Th. Ign. 45.
Étym. μεγαλομερής.