μεγαλομέρεια

μεγαλομερής

μεγαλομερία
μεγαλο·μερής, ής, ές []
1 formé de grandes parties, Plat. Tim. 62a ; Arstt. Cæl. 3, 5, 4 ||
2 p. ext. grand, vaste, grandiose, Pol. 28, 17, 1 ||
Cp. -έστερος, Plat. l. c.
Étym. μ. μέρος.