μεγαλομερία

μεγαλομερῶς

μεγαλόμητις
μεγαλομερῶς [] adv. grandement, magnifiquement ||
Cp. -μερέστερον, Pol. 25, 6, 5 ; sup. -μερέστατα, Pol. 16, 25, 3.
Étym. μεγαλομερής.