μεγαλόνοες

μεγαλόνοια

μεγαλόνοος-ους
μεγαλόνοια, ας () [γᾰ]
1 grande intelligence, esprit sublime, génie, Plat. Leg. 935b ; Plut. M. 401d ; Luc. Pisc. 22 ||
2 magnanimité, El. N.A. 15, 22.
Étym. μεγαλόνοος.