μεγαλόνοια

μεγαλόνοος-ους

μεγαλοπάθεια
μεγαλό·νοος-ους, οος-ους, οον-ουν, doué d’un grand esprit, Adam. Physiogn. 2, 27 ; τὸ μεγαλόνουν, Luc. Im. 18, grand esprit, génie ||
Cp. -ούστερος, Mén. rhét. 141, 5 ||
E Plur. irrég. μεγαλόνοες, Polém. Physiogn. 1, 8.
Étym. μ. νόος.